- δεχήμερον
- δεχήμεροςfor ten daysmasc/fem acc sgδεχήμεροςfor ten daysneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
The Decameron — For other uses, see Decameron (disambiguation). The Decameron … Wikipedia
δεχήμερος — δεχήμερος, ον (Α) 1. αυτός που διαρκεί δέκα ημέρες («ἐκεχειρία δεχήμερος» ανακωχή που μπορεί να τερματιστεί με την πάροδο δέκα ημερών ή που ανανεώνεται κάθε δέκα μέρες) 2. το ουδ. ως ουσ. το δεχήμερον το δεκαήμερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + ημέρα με… … Dictionary of Greek